παθιασμένη Συνώνυμα


Παθιασμένη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ένθερμος, ένθερμους, κινουμένων σχεδίων, παθιασμένος, έντονη, σφοδρή, ανάδευση, συναρπαστικό, ζωηρή, ενθουσιώδης, ζήλο, έξαλλος, κάψιμο, το πύρινο.
παθιασμένη Συνώνυμο συνδέσεις: ένθερμος, κινουμένων σχεδίων, παθιασμένος, έντονη, σφοδρή, συναρπαστικό, ζωηρή, ενθουσιώδης, ζήλο, έξαλλος,

παθιασμένη Αντώνυμα