εγκοπή Συνώνυμα


Εγκοπή Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • nick, κομμένα, βαθούλωμα, σήμα, σήμανση, σχισμή, σκορ, κυματομορφή, τομή, πτύχωση, βαθειά πληγή.
  • χάσμα, λούκι, gulch, πέρασμα, φαράγγι, defile, χαράδρα, σχισμάδα.
εγκοπή Συνώνυμο συνδέσεις: βαθούλωμα, σήμα, σχισμή, τομή, πτύχωση, βαθειά πληγή, χάσμα, λούκι, πέρασμα, φαράγγι, χαράδρα,