τομή Συνώνυμα


Τομή Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • περικοπή, βαθειά πληγή, κάθετο, σχισμή, διείσδυση, τμήμα, τη λειτουργία.
τομή Συνώνυμο συνδέσεις: περικοπή, βαθειά πληγή, κάθετο, σχισμή, διείσδυση, τμήμα,