βαθούλωμα Συνώνυμα


Βαθούλωμα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • nick, εγκοπή, κοίλο, αυλάκι, εσοχή, κατάθλιψη, κοιλότητα, κοίλωμα, λακκάκι, ανακούφιση, βαθυτυπία.
  • προσπάθεια.
βαθούλωμα Συνώνυμο συνδέσεις: εγκοπή, κοίλο, αυλάκι, εσοχή, κατάθλιψη, κοιλότητα, ανακούφιση, προσπάθεια,

βαθούλωμα Αντώνυμα