δυσφορία Συνώνυμα


Δυσφορία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αδυναμία, κόπωση, ατονία, εκνευρισμός, εξάντληση.
  • ανησυχία, νευρικότητα, αποξένωση, άγχος, δυσαρέσκεια, τις αμφιβολίες, τύψη.
  • ανησυχία, ενόχληση, δυσαρέσκεια, δυσάρεστη, πόνο, δυσφορία, ταλαιπωρία, πόνος, αγωνία.
  • ενόχληση, ταλαιπωρία, αδεξιότητα, πρόβλημα, ερεθισμό, πόνο.
δυσφορία Συνώνυμο συνδέσεις: αδυναμία, κόπωση, ατονία, εξάντληση, ανησυχία, άγχος, δυσαρέσκεια, τις αμφιβολίες, τύψη, ανησυχία, ενόχληση, δυσαρέσκεια, δυσάρεστη, δυσφορία, ταλαιπωρία, πόνος, αγωνία, ενόχληση, ταλαιπωρία, αδεξιότητα, πρόβλημα,

δυσφορία Αντώνυμα