άψυχο Συνώνυμα


Άψυχο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • θαμπό, αδιάφορος, αποχαυνωτικά, υποτονική, άτονα, παθητική, αδρανή, πέρασε, ανιαρή.
  • νεκρός, άψυχα, αποβιώσαντος, εν υπνώσει, ανόργανα, επιστήµης, αδρανή, αναχώρησε, εκλείψας.
άψυχο Συνώνυμο συνδέσεις: θαμπό, αδιάφορος, αποχαυνωτικά, άτονα, παθητική, αδρανή, πέρασε, ανιαρή, εν υπνώσει, αδρανή,

άψυχο Αντώνυμα