Rote Συνώνυμα


Rote Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ρουτίνα, επανάληψη, μηχανοποίηση, μηχανικότητα, σύστημα, παραγγελία, συμμόρφωσης, σύμβαση, habitude, προσαρμοσμένη, συνήθεια, συνηθίζει, πρακτική, αποτελμάτωση, αυλάκι.
Rote Συνώνυμο συνδέσεις: ρουτίνα, επανάληψη, σύστημα, παραγγελία, habitude, συνήθεια, πρακτική, αυλάκι,