Priggish Συνώνυμα


Priggish Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • τυπική μπουκωμένη, φαρισαϊκή, σεμνότυφος, σχολαστικός, περιποιημένος, straitlaced, πομπώδες, αυτάρεσκος, στενόμυαλος, δυσκαμψία, αμυλούχων.
Priggish Συνώνυμο συνδέσεις: φαρισαϊκή, σεμνότυφος, σχολαστικός, straitlaced, πομπώδες, αυτάρεσκος,

Priggish Αντώνυμα