Den Συνώνυμα


Den Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • μελέτη, υποχώρηση, ιερό ησυχαστήριο, φωλίτσα, μοναστήρι, φωλιά, ιερό.
  • σπήλαιο, φωλιά, κοίλο, τρύπα, κρησφύγετο, συγκεκαλυμμένη, καταφύγιο, λαγούμι, πιρόγα, σήραγγα, στέκι.
Den Συνώνυμο συνδέσεις: μελέτη, υποχώρηση, μοναστήρι, φωλιά, ιερό, φωλιά, κοίλο, τρύπα, κρησφύγετο, συγκεκαλυμμένη, καταφύγιο, λαγούμι, στέκι,