όπλα Συνώνυμα


Όπλα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • όπλα, εξοπλισμών, τα πυρομαχικά, πολεμικού υλικού, υλικού, πυροβολικό, πυρομαχικά.
  • όπλων.
  • πόλεμο, μάχη, σύγκρουση, εχθροπραξίες, επιθετικότητα.
όπλα Συνώνυμο συνδέσεις: όπλα, τα πυρομαχικά, πόλεμο, μάχη, σύγκρουση, επιθετικότητα,

όπλα Αντώνυμα