ωχρότητα Συνώνυμα


Ωχρότητα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ωχρότητα, wanness, pastiness, ashenness, bloodlessness, αναιμία.
ωχρότητα Συνώνυμο συνδέσεις: ωχρότητα,