χέρι Συνώνυμα
Χέρι Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή
- εργαζομένου, βοηθός, υπάλληλος, πολυτεχνίτης, μισθωμένο άνθρωπος, εργάτης, συνεργάτης.
- ρόλο, μέρος, ευθύνη, μερίδιο, συνενοχή.
χέρι Συνώνυμο συνδέσεις: βοηθός,
υπάλληλος,
εργάτης,
μέρος,
μερίδιο,
συνενοχή,