τράνταγμα Συνώνυμα


Τράνταγμα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • έκπληξη, σοκ, έναρξη, χτύπημα, κεραυνός, βόμβα.
  • κούνημα, χτύπημα, κόπανος, βάζο, jounce, σκούντημα, αβοήθητο, φαρέτρα, διάσειση.

Τράνταγμα Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • απεργία, κούνημα, ζαλίζουν, βάζο, κόπανος, αναπήδηση, σοκ, convulse.
  • έκπληξη, τρομάζουν, ξεκινήσει, τρικλίστε, αναισθητοποίηση, αναστατωμένος, ενοχλούν, discompose.
τράνταγμα Συνώνυμο συνδέσεις: έκπληξη, σοκ, έναρξη, χτύπημα, βόμβα, κούνημα, χτύπημα, κόπανος, βάζο, jounce, σκούντημα, φαρέτρα, διάσειση, απεργία, κούνημα, βάζο, κόπανος, σοκ, έκπληξη, τρομάζουν, ξεκινήσει, τρικλίστε, ενοχλούν, discompose,