ταλάντευση Συνώνυμα


Ταλάντευση Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ταλαντεύονται.
  • τρικλίστε, τρέμω, ταλάντευση, μετατραπεί σε δυσθυμία, αμφιταλαντεύομαι, ροκ, σείομαι, δονείται, ταλαντώνονται, ρολό, ανέμη.
ταλάντευση Συνώνυμο συνδέσεις: ταλαντεύονται, τρικλίστε, τρέμω, ταλάντευση, μετατραπεί σε δυσθυμία, ροκ, σείομαι, δονείται, ανέμη,