σωρό Συνώνυμα
Σωρό Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή
- προβλήτα, θέση, στήλη, στοίχημα, υποστήριξη, ίδρυμα, συσσωρεύονται.
- σωρού, μάζα, θησαυρός, πολλά, στοίβα, συσσώρευση, ποσότητα, φορτίο, συλλογή, συνάθροιση, κατάστημα.
Σωρό Συνώνυμα Ρήμα μορφή
- φορτίο, σωρός, στοίβα, συσσωρεύουν, συναρμολόγηση, συσσωρεύονται, συλλέγουν.