σωρού Συνώνυμα


Σωρού Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • σωρό, στοίβα, ανάχωμα, μάζα, συλλογή, συσσώρευση, οικισμό.

Σωρού Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • σωρός, συγκεντρώσει, συσσωρεύονται, στοίβα, συσσωρεύουν.
σωρού Συνώνυμο συνδέσεις: σωρό, στοίβα, ανάχωμα, συλλογή, συσσώρευση, συγκεντρώσει, συσσωρεύονται, στοίβα, συσσωρεύουν,