σχίσμα Συνώνυμα


Σχίσμα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • διαίρεση, σπλιτ, παράβαση, ρήξη, ρήγμα, διαχωρισμός, φατρία, διαφωνία, διάλειμμα, αναστάτωση, διχόνοια, δυσαρμονία.
σχίσμα Συνώνυμο συνδέσεις: διαίρεση, παράβαση, ρήξη, ρήγμα, φατρία, διαφωνία, διάλειμμα, αναστάτωση, δυσαρμονία,

σχίσμα Αντώνυμα