στρίγγλα Συνώνυμα


Στρίγγλα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • στρίγγλα που έγινε αρνάκι, termagant, μέγαιρα, hellion, μαινάδα, spitfire, μάγισσα, μανία, επιπλήξει, fishwife, γύναιο, σκύλα.
στρίγγλα Συνώνυμο συνδέσεις: στρίγγλα που έγινε αρνάκι, termagant, hellion, μάγισσα, μανία, επιπλήξει, γύναιο, σκύλα,