σπινθηρίζον Συνώνυμα


Σπινθηρίζον Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • λαμπρή, πνευματώδης, εκθαμβωτική, coruscating, αφρώδη, φωτεινό, έξυπνος, γρήγορη-έχων πνεύμα, αναβράζοντα, ακατάσχετη, έντονος, αναβοσβήνει.
σπινθηρίζον Συνώνυμο συνδέσεις: λαμπρή, πνευματώδης, αφρώδη, έξυπνος, γρήγορη-έχων πνεύμα, ακατάσχετη, αναβοσβήνει,

σπινθηρίζον Αντώνυμα