σπινθηρίζον Αντώνυμα


Σπινθηρίζον Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • αμβλεία, πυκνό, θαμπό, αργή απαθής, θλιβερό.

σπινθηρίζον Συνώνυμα