σαρωτικές Συνώνυμα


Σαρωτικές Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • εκτεταμένη, περιεκτική, ευρεία, all-inclusive, έξω-και-, κουβέρτα, συλλογικό, εκ βάθρων, εξαντλητικό, ακραία, ριζοσπάστης.
σαρωτικές Συνώνυμο συνδέσεις: εκτεταμένη, περιεκτική, ευρεία, κουβέρτα, ακραία,

σαρωτικές Αντώνυμα