σαράκι Συνώνυμα


Σαράκι Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • έλκος, πληγή, βλάβη, κυψέλη, φλεγμονή.
σαράκι Συνώνυμο συνδέσεις: πληγή, βλάβη, κυψέλη,