κυψέλη Συνώνυμα


Κυψέλη Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • πρήξιμο, bleb, πληγή, φλεγμονή, φουντώνουν, welt, φούσκα, άμορφη μάζα, σάκο, σπυρί, βρασμό, σαράκι, εφάπαξ, χοιροστάσιο, απόστημα.

Κυψέλη Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • vesicate.
κυψέλη Συνώνυμο συνδέσεις: πληγή, φουντώνουν, welt, φούσκα, άμορφη μάζα, σπυρί, σαράκι, vesicate,