ρήτορας Συνώνυμα


Ρήτορας Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ομιλητής, discourser, λέκτορας, ρήτορας, talker, sermonizer, ιεροκήρυκας.
ρήτορας Συνώνυμο συνδέσεις: ομιλητής, ρήτορας, ιεροκήρυκας,