πρύμνη Συνώνυμα


Πρύμνη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αποφασιστική, σταθερή, αυστηρή, ανένδοτος, ατσάλινη, ακίνητης, ανθεκτικό, σωματώδης.
  • σκληρή, σοβαρή, αυστηρή, απαιτητικές, απαιτητικό, αυταρχική, αυστηρές, άκαμπτο, αδιάκοπο, λιτό, απαγορεύουν, αμείλικτη.
πρύμνη Συνώνυμο συνδέσεις: αποφασιστική, σταθερή, αυστηρή, ανθεκτικό, σωματώδης, σκληρή, σοβαρή, αυστηρή, απαιτητικές, απαιτητικό, αυταρχική, αυστηρές, λιτό, απαγορεύουν, αμείλικτη,

πρύμνη Αντώνυμα