πρόωρη Συνώνυμα


Πρόωρη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αρχές, πρόωρο, βιαστική, άκαιρος, προηγούμενο, άκαιρη, ίζημα, ξαφνική, άκαρπη, άγουρος, ανέτοιμος, απροετοίμαστος.
πρόωρη Συνώνυμο συνδέσεις: πρόωρο, βιαστική, προηγούμενο, άκαιρη, ίζημα, ξαφνική, άκαρπη,

πρόωρη Αντώνυμα