προλάβει Συνώνυμα


Προλάβει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • αποκρούσει, ματαιώσει, αποτροπή, αποκλείει, πρόληψη, εμποδίζω, εμποδίζουν, αποτροπή αποκρούσει, κεφάλι, αποκρούουν, προφυλαχθούν από, αντίκειται στην, εξουδετέρωση, παρακωλύω παράκαμψη.
προλάβει Συνώνυμο συνδέσεις: αποκρούσει, ματαιώσει, αποτροπή, αποκλείει, πρόληψη, εμποδίζουν, κεφάλι, αντίκειται στην, εξουδετέρωση,

προλάβει Αντώνυμα