ποντικοειδής Συνώνυμα


Ποντικοειδής Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • άτολμη, ήσυχα, ντροπαλός, αυτο-effacing, επιφυλάχθηκε, αποσύρονται, άσημος, διακριτικές, απαρατήρητη, θαμπό, άχρωμο, ανούσιος.
ποντικοειδής Συνώνυμο συνδέσεις: ντροπαλός, άσημος, διακριτικές, θαμπό, άχρωμο, ανούσιος,

ποντικοειδής Αντώνυμα