περιορισθούμε Συνώνυμα


Περιορισθούμε Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • καταθλιπτικός, υπερφίαλος, αυταρχικό, αυταρχική, δεσποτικό, αυταρχικός, αγέρωχη, δικτατορικό, αλαζονική, αυθαίρετη.
περιορισθούμε Συνώνυμο συνδέσεις: καταθλιπτικός, υπερφίαλος, αυταρχικό, αυταρχική, δεσποτικό, αυταρχικός, αγέρωχη, δικτατορικό, αλαζονική,