δεσποτικό Συνώνυμα


Δεσποτικό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • τυραννική, αυταρχικό, καταπιεστική, δικτατορικό, φασιστικό, ανακριτικού, εκφοβισμού, αυθαίρετη, ανυποχώρητη, αγέρωχη, απάνθρωπη, ανελέητο, παράλογο, δρακόντεια.
δεσποτικό Συνώνυμο συνδέσεις: τυραννική, αυταρχικό, καταπιεστική, δικτατορικό, αγέρωχη, απάνθρωπη, ανελέητο, παράλογο, δρακόντεια,

δεσποτικό Αντώνυμα