περικόψτε Συνώνυμα


Περικόψτε Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • συντομεύσει, δαμάσκηνο, τελειώματα, lop, αποβάθρα, παρε, συντομεύτηκε, κλιπ, περιορίσει.
περικόψτε Συνώνυμο συνδέσεις: συντομεύσει, δαμάσκηνο, lop, αποβάθρα, παρε, κλιπ, περιορίσει,