παραγωγικός Συνώνυμα


Παραγωγικός Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • γόνιμη, καρποφόρα, άφθονη, πλούσια, άφθονο, πολλαπλασιάζονται, παραγωγική, παραγωγικός, progenitive, πολλαπλασιάζοντας, εύφορη.
παραγωγικός Συνώνυμο συνδέσεις: γόνιμη, άφθονη, πλούσια, πολλαπλασιάζονται, παραγωγική, παραγωγικός,

παραγωγικός Αντώνυμα