ομιλητικός Συνώνυμα


Ομιλητικός Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ομιλητικός.
  • φλύαρος, ευφραδής, ομιλητικός, talky, διαχυτικός, mouthy, θυελλώδεις, πομπώδης, λεπτομερή, κουτσομπόλικος, σχοινοτενείς, πληκτικός.
ομιλητικός Συνώνυμο συνδέσεις: ομιλητικός, φλύαρος, ευφραδής, ομιλητικός, talky, διαχυτικός, mouthy, θυελλώδεις, πομπώδης, λεπτομερή, πληκτικός,

ομιλητικός Αντώνυμα