νόμιμη Συνώνυμα


Νόμιμη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • νόμιμο, εξουσιοδοτημένο, επιτρέπεται, συνταγματικό, δικαιολογημένη, νομική, νομιμοποίησε, επιτρεπόμενη, δίκαιη, επιτρεπτή.
νόμιμη Συνώνυμο συνδέσεις: νομική, δίκαιη, επιτρεπτή,

νόμιμη Αντώνυμα