νευριασμένος Συνώνυμα


Νευριασμένος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • εκκεντρικός, οργίλη, οξύθυμος, ευαίσθητος, σκυθρωπός, ιδιότροπος, γκρινιάρης, διαμαρτύρονται, querulous, faultfinding, crabby, ill-tempered, σταυρός, ανυπόμονος.
νευριασμένος Συνώνυμο συνδέσεις: εκκεντρικός, οξύθυμος, ευαίσθητος, σκυθρωπός, ιδιότροπος, γκρινιάρης, διαμαρτύρονται, querulous, faultfinding, crabby, ill-tempered, ανυπόμονος,

νευριασμένος Αντώνυμα