μονώστε Συνώνυμα


Μονώστε Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • απομόνωση, ξεχωριστά, αποσπώνται, να ξεχωρίζει, διαχωρίζουν, καραντίνα, αποκλείω, θέτω, sequestrate, διακόπτει, απεμπλακούν, διαχωρίζω τη θέση.
μονώστε Συνώνυμο συνδέσεις: απομόνωση, αποσπώνται, αποκλείω, θέτω, sequestrate, διαχωρίζω τη θέση,