μονόλογος Συνώνυμα


Μονόλογος Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • μονόλογος, ατομική, απόστροφο, λόγου, διάλεξη, πραγματεία, συζήτηση, κήρυγμα, αγόρευση, διεύθυνση, ομιλία, βρισίδι, διαφωνία, ρουτίνα, αριθμός.
μονόλογος Συνώνυμο συνδέσεις: μονόλογος, λόγου, διάλεξη, πραγματεία, συζήτηση, κήρυγμα, αγόρευση, διεύθυνση, ομιλία, βρισίδι, διαφωνία, ρουτίνα, αριθμός,

μονόλογος Αντώνυμα