λογοκλοπή Συνώνυμα


Λογοκλοπή Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • πειρατεία, cribbing, λογοκλοπία, παράβαση, κλοπή, αντιγραφή, ανύψωση, δανεισμού, εκμετάλλευση.
λογοκλοπή Συνώνυμο συνδέσεις: λογοκλοπία, παράβαση, κλοπή, αντιγραφή, ανύψωση, εκμετάλλευση,