λάμπα Συνώνυμα


Λάμπα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • διόγκωση.
  • φως, δάδα, λάμπα, φανάρι, φάρος.
λάμπα Συνώνυμο συνδέσεις: διόγκωση, λάμπα, φανάρι, φάρος,