κωλυσιεργία Συνώνυμα


Κωλυσιεργία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • καθυστέρηση, υστερούν, έπρεπ, νωθρότητα, απροθυμία, averseness, αποστροφή, balkiness, mulishness, υπερισχύοντα, ανθεκτικότητα, ανυποταξία.
κωλυσιεργία Συνώνυμο συνδέσεις: καθυστέρηση, νωθρότητα, απροθυμία, αποστροφή, ανθεκτικότητα,

κωλυσιεργία Αντώνυμα