καταπιέζεται Συνώνυμα


Καταπιέζεται Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • καταπιεσμένα, σε μειονεκτική θέση, μη προνομιούχων, στερημένους, στερημένα, άτομα με ειδικές ανάγκες, κακοποιημένα, ταπεινή, κατάκοιτος, άθλια.
καταπιέζεται Συνώνυμο συνδέσεις: καταπιεσμένα, ταπεινή, κατάκοιτος, άθλια,

καταπιέζεται Αντώνυμα