κατακερματίσουν Συνώνυμα


Κατακερματίσουν Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • μερίδα, κλάσμα, μέρος, κομμάτι, θραύσμα αγγείου, σκλήθρα, τμήμα, τσιπ, απόκομμα, δείγμα, διαίρεση, δόση.
κατακερματίσουν Συνώνυμο συνδέσεις: κλάσμα, μέρος, κομμάτι, τμήμα, τσιπ, απόκομμα, δείγμα, διαίρεση, δόση,

κατακερματίσουν Αντώνυμα