κατήφεια Συνώνυμα


Κατήφεια Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • κατάθλιψη, μελαγχολία, απελπισία, θλίψη, dolor, αλίμονο, απαισιοδοξία, δυστυχία.
  • σκότος, σκοτάδι, σκιά, αφάνεια, αμυδρότητα, μαυρίλα, λυκόφως.
κατήφεια Συνώνυμο συνδέσεις: κατάθλιψη, μελαγχολία, απελπισία, θλίψη, dolor, αλίμονο, απαισιοδοξία, σκιά, λυκόφως,

κατήφεια Αντώνυμα