καλύβα Συνώνυμα


Καλύβα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • καλύβα, παράγκα, καμπίνα, υπόστεγο, καταφύγιο, λιτά, εξοχικό σπίτι, κούνια, χαμόσπιτο, χωματερή.
  • παράγκα, καλύβα, καμπίνα, χαμόσπιτο, εξοχικό σπίτι, υπόστεγο, λιτό, χωματερή.
καλύβα Συνώνυμο συνδέσεις: καλύβα, παράγκα, υπόστεγο, καταφύγιο, εξοχικό σπίτι, χαμόσπιτο, χωματερή, παράγκα, καλύβα, χαμόσπιτο, εξοχικό σπίτι, υπόστεγο, λιτό, χωματερή,