κακότροπος Συνώνυμα


Κακότροπος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • κατσούφης, οργίλη, ill-tempered, απότομος, τραχύς, αμβλύ, οργισμένο, δύστροπος, snappish, crabby, οι testy, splenetic, εκκεντρικός, αγέλαστος, ευέξαπτος.
κακότροπος Συνώνυμο συνδέσεις: κατσούφης, ill-tempered, απότομος, τραχύς, αμβλύ, δύστροπος, snappish, crabby, οι testy, splenetic, εκκεντρικός, αγέλαστος, ευέξαπτος,

κακότροπος Αντώνυμα