κατσούφης Συνώνυμα


Κατσούφης Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αγενής, θρασύς, τραχύς, απότομος, αγενές, θράσος, pert, αγέλαστος, φρέσκος.
κατσούφης Συνώνυμο συνδέσεις: αγενής, τραχύς, απότομος, αγενές, θράσος, pert, αγέλαστος,

κατσούφης Αντώνυμα