καθαρτικό Συνώνυμα


Καθαρτικό Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • καθαρτικό, aperient, καθάρσιο, διαλύων τα αέρια, εκκαθάριση, κάθαρση, άλατα.
καθαρτικό Συνώνυμο συνδέσεις: καθαρτικό, εκκαθάριση, κάθαρση,