ευπροσάρμοστο Συνώνυμα


Ευπροσάρμοστο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ρυθμιζόμενο, μεταβλητό, μετατρέψιμες, ευέλικτη, απόδοσης, υποδοχή, δυσφημιστικής, εύκαμπτο, tractable, ελατό, ρεαλιστική.
ευπροσάρμοστο Συνώνυμο συνδέσεις: υποδοχή, εύκαμπτο, tractable, ρεαλιστική,

ευπροσάρμοστο Αντώνυμα