εύκαμπτο Συνώνυμα


Εύκαμπτο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ευέλικτη, ευλύγιστος, ευκίνητος, lithesome, εύκαμπτος, εύπλαστο, πλαστικό, όλκιμο.
  • υπάκουο, tractable, προσαρμόσιμο, συμβατό με, εύκαμπτος, ευέλικτη, εύχρηστο, ελατό, υποτακτική, unresisting, ευαίσθητος, απόδοσης, υπάκουος.
εύκαμπτο Συνώνυμο συνδέσεις: ευκίνητος, lithesome, εύκαμπτος, υπάκουο, tractable, εύκαμπτος, εύχρηστο, unresisting, ευαίσθητος, υπάκουος,

εύκαμπτο Αντώνυμα