επίπληξη Συνώνυμα


Επίπληξη Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • πρόταση μομφής, μομφή, επίπληξη, νουθεσία, ευθύνη, τιμωρία, faultfinding, γλώσσα πρόσδεση, κατσάδα, αποδοκιμασία, καταγγελία, καταδίκη, περιφρόνηση.
επίπληξη Συνώνυμο συνδέσεις: μομφή, επίπληξη, νουθεσία, τιμωρία, faultfinding, αποδοκιμασία, καταγγελία, καταδίκη, περιφρόνηση,

επίπληξη Αντώνυμα